- παγοπληξία
- η (Α παγοπληξία)σύνολο νοσηρών συμπτωμάτων που προκαλείται στον οργανισμό υπό την επίδραση τού πάγου ή γενικά τού ψύχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + -πληξία (< -πληκτος < πλήττω), πρβλ. θερμο-πληξία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγοπληξίαν — παγοπληξίᾱν , παγοπληξία frostbite fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)